ὕψιστον

ὕψιστον
ὕψιστος
highest
masc acc sg
ὕψιστος
highest
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ὕψιστον — Ὕψιστος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύψιστος — η, ο / ὕψιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ 1. πάρα πολύ ψηλός, υψηλότατος 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε πολύ μεγάλο ύψος («πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλης, ὀρων ὕψιστον», Αισχύλ.) 3. ανώτερος όλων, υπέρτατος 4. πάρα πολύ σημαντικός, μέγιστος (α.… …   Dictionary of Greek

  • Gregorius, S. (1) — 1S. Gregorius, Ep. (1. Jan.) Dieser hl. Bischof Gregorius von Nazianz »der Aeltere«, der Vater des hl. Kirchenlehrers Gregorius von Nazianz (s. S. Gregorius19), wurde um das J. 287 (oder auch früher) in Kappadocien geboren. In seiner Jugend war… …   Vollständiges Heiligen-Lexikon

  • вышьнии — (453) пр. 1. Расположенный выше какого л. уровня: въ вышьниихъ странахъ. сократѩне. (ἀνωτερικοῖς) КЕ XII, 253а; ѥгда же приближить(с) къ степеньмъ по(п). къ вышьнии трѩпезѣ възводѩщи. стоить долѣ. таковыхъ степении. на деснѣи странѣ. на въстокъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • υψιστάριοι — και ὑψιστιανοί, οἱ, Α [ὕψιστος] εκκλ. αιρετικοί οι οποίοι δέχονταν έναν θεό ύψιστο και παντοκράτορα, όχι όμως ως πατέρα, και η διδασκαλία τους ήταν κράμα εθνικών, ιουδαϊκών και χριστιανικών στοιχείων, αλλ. ευχίτες ή μασσαλιανοί («ὑψισταρίοις, ὧν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”